ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ Δ.Β.Μ.
Συνομιλώντας με τον Όμηρο
Ομηρικά πρόσωπα και θέματα στην ποίηση του Γ. Σεφέρη
Η
ΕΛΕΝΗ – Ο ΤΕΥΚΡΟΣ
Στο ποίημα «Ελένη»
χρησιμοποιείται ένας μύθος διαφορετικός από τον Ομηρικό: Η Ήρα θυμωμένη με τον Πάρι που δεν της έδωσε
το μήλο της ομορφιάς, αλλά το έδωσε στην Αφροδίτη, θέλησε να τον εκδικηθεί.
Καθώς επέστρεφε με την Ελένη στην Τροία, η Ήρα έπλασε ένα είδωλο, ίδιο με την
Ελένη και το έδωσε στον Πάρι παίρνοντάς του την πραγματική, την οποία παρέδωσε
στον βασιλιά της Αιγύπτου, όπου ξέμεινε στο ακροθαλάσσι του Πρωτέα. Έτσι, στην
Τροία έφτασε το είδωλο της Ελένης, ενώ η ίδια βρισκόταν στην Αίγυπτο και περίμενε
να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσει ο Μενέλαος για να την πάρει κοντά του
στην πατρίδα.
Ο Σεφέρης, όπως και ο
Ευριπίδης χρησιμοποιεί αυτόν τον μύθο γιατί του δίνει την ευκαιρία να
διατυπώσει το φοβερό ερώτημα: Τόσα χρόνια, λοιπόν, σκοτωνόμαστε, δίνουμε το
αίμα μας πολεμώντας για ένα φάντασμα; Οι Έλληνες και οι Τρώες έχυναν το αίμα
τους δέκα χρόνια μόνο για το είδωλο της Ελένης.
Ωστόσο, το κεντρικό
πρόσωπο του ποιήματος, που δεν κατονομάζεται, είναι ο ιλιαδικός ήρωας Τεύκρος,
ο αδελφός τους Αίαντος και ο πιο φημισμένος τοξότης του Τρωικού πολέμου. Ύστερα
από την επιστροφή του στην πατρίδα του Σαλαμίνα ο πατέρας του, θεωρώντας τον
υπεύθυνο για την αυτοκτονία του Αίαντος, τον εξόρισε. Τότε ο θεός Απόλλων τον
έστειλε στην Κύπρο να ιδρύσει μιαν άλλη Σαλαμίνα. Στο έργο του Ευριπίδη, ο
Τεύκρος, ταξιδεύοντας για την Κύπρο, συναντάει στην Αίγυπτο την Ελένη, η οποία
του λέει ότι ο Πάρις είχε κλέψει το φάντασμά της, ενώ η ίδια είχε μεταφερθεί
από τον Ερμή στην αυλή του Πρωτέα.
Ο ποιητής πολύ εύστοχα
χρησιμοποιεί το προσωπείο αυτού του ιλιαδικού ήρωα, ώστε να επιτύχει τη
μετατόπιση του ποιητικού ενδιαφέροντος από αυτό καθαυτό το γεγονός του πολέμου
διαθλασμένο πλέον στο πεδίο του βιώματος και της ανάμνησης. Ο σεφερικός Τεύκρος
έχει τελειώσει την περιπλάνησή του και έχει εγκατασταθεί στις Πλάτρες όπου η
στασιμότητα του χώρου δίνει του δίνει το χρόνο να αντιληφθεί πως ο πόλεμος, η
μεταπολεμική του περιπλάνηση, η θυσία του αδελφού του και οι τόσοι νεκροί
υπήρξαν ένας μάταιος μύθος.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ΄
ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ: … ες γην εναλίαν Κύπρον,
ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα
νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί
χάριν πάτρας.
……………………………………………
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωιάδ’, αλλ’ είδωλον ην.
……………………………………………
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φήις;
Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν
πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλή-
ματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις
Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το
νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τα’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ʼβρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τα’ αλλάζει.
Πού είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια
τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους – ποιος θα το ʼλεγε – η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα, μου
μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι
αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός ; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις
Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη
θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό το δόλο των θεών∙
αν
είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ʼχει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.